στραβοκοιτάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στραβοκοιτάζω < στραβά + κοιτάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

στραβοκοιτάζω

  • κοιτάζω κάποιον με τόνο μομφής, δεν τον καλοβλέπω, δεν μου αρέσει κάτι που κάνει ή γενιά η προσωπικότητά του, τον εγκαλώ με το βλέμμα μου

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]