στρατολογήσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

στρατολογήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στρατολογώ
  2. θα στρατολογήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στρατολογώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

στρατολογήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στρατολόγηση