στρούθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στρούθος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική στρουθός (μετακίνηση τόνου). Συγκρίνετε με το στρουθί και το στρουθίο στην κοινή νεοελληνική.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στρούθος αρσενικό (κυπριακά)
Πηγές[επεξεργασία]
- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 12.