στύβω σα λεμόνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
στύβω σα λεμόνι
- (προφορικό) αντλώ σε υπερβολικό βαθμό την ικμάδα κάποιου
- ※ Τα είδα τα χάδια που του έκανε· όλα υπολογισμένα, θα τον στύψει σα λεμόνι και θα τον πετάξει.
- ⌘ Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες πολιτείες - Αριάγνη, 1962 [μυθιστόρημα]
- ※ Τα είδα τα χάδια που του έκανε· όλα υπολογισμένα, θα τον στύψει σα λεμόνι και θα τον πετάξει.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στύβω σα λεμόνι
|