συγκερνώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συγκερνώ < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

συγκερνώ

  1. αναμειγνύω, συνδυάζω υγρά
  2. μετριάζω, υποστέλλω τη σφοδρότητα μιας ενέργειας ή ενός αποτελέσματος αναμιγνύοτας κάτι με κάτι άλλο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]