συγκερασμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Το περιεχόμενο αυτής της σελίδας χρειάζεται αναθεώρηση. Μπορείτε να βρείτε ή να αφήσετε σχόλια στη σελίδα συζήτησης «συγκερασμός».
Αναθεώρηση : Χρειάζεται προσεκτική αναδιατύπωση ορισμών..

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συγκερασμός οι συγκερασμοί
      γενική του συγκερασμού των συγκερασμών
    αιτιατική τον συγκερασμό τους συγκερασμούς
     κλητική συγκερασμέ συγκερασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συγκερασμός < (ελληνιστική κοινήσυγκερασμός < αρχαία ελληνική συγκεράννυμι < σύν + κεράννυμι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συγκερασμός αρσενικό

  1. ανάμειξη, ένωση, ανακάτεμα διάφορων υλικών
  2. (μεταφορικά) ο συνδυασμός αντίθετων ή διαφορετικών στοιχείων
    ο συγκερασμός των προτάσεων θα οδηγήσει στη σωστή διευθέτηση του προβλήματος
  3. λεκτική κράση, συνένωση λέξεων
    • τὠληθές, Ιων. κράση αντί τὸ ἀληθές.
    • τὠπό, τὠποβαῖνον, Ιων. κράση αντί τὸ ἀπό, τὸ ἀποβαῖνον.
    • τὠργείου, Δωρ. κράση αντί Ἀργείου.
    • τὠρχαῖον, Ιων. κράση αντί τὸ ἀρχαῖον.
  4. σύμφυρση
  5. (μουσική) σύστημα χορδίσματος με επέμβαση στον καθορισμό των μουσικών διαστημάτων. Στα ελληνικά, υποννοείται ο ίσος συγκερασμός, δηλαδή η διαίρεση της οκτάβας σε δώδεκα ίσα διαστήματα, σε αντίθεση με άλλα κουρδίσματα που εφαρμόζουν άλλα είδη συγκερασμών (με διαφορετική σχέση ανάμεσα στα διαστήματα) ή κανένα συγκερασμό (που βασίζεται στη φυσική αρμονική σειρά των συχνοτήτων).

Εκφράσεις[επεξεργασία]

(μουσική)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]