κεράννυμι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κηραίνω
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  κεράννυμι & κεραννύω 
Παρατατικός  ἐκεράννυν 
Μέλλοντας  κεράσω   κραθήσομαι 
Αόριστος  ἐκέρασα   ἐκερασάμην & ἐκράθην & ἐκεράσθην 
Παρακείμενος  κέκραμαι & κεκέρασμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐκέκρατο 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κεράννυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱerh₂- < *ḱer- (αυξάνω)

κεράννυμι (παθητική φωνή: κεράννυμαι)

  1. ανακατεύω, αναμειγνύω (κυρίως κρασί με νερό)
  2. ρυθμίζω τη θερμοκρασία, ψύχω (κυρίως ανακατεύοντας και αναμειγνύοντας υγρά)
  3. συνδυάζω
  4. παθητική φωνή κεράννυμαι: (γραμματική) συγκεράζω (με κράση)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]

νέα ελληνικά: