κρατήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κρατήρας | οι | κρατήρες |
γενική | του | κρατήρα | των | κρατήρων |
αιτιατική | τον | κρατήρα | τους | κρατήρες |
κλητική | κρατήρα | κρατήρες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρατήρας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρατήρ[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɾaˈti.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρα‐τή‐ρας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρατήρας αρσενικό
- (αρχαιολογία, κεραμική) αρχαίο αγγείο μεγάλου μεγέθους, με δύο χερούλια, μέσα στο οποίο αναμείγνυαν το κρασί και το νερό
- (γεωλογία) στόμιο ενός ηφαιστείου, συνήθως στο πάνω μέρος του, από το οποίο βγαίνουν καπνοί, λάβα, στάχτες, κ.α.
- (κατ’ επέκταση) μεγάλη φυσική οπή στο έδαφος
- ↪ ο μετεωρίτης άνοιξε μεγάλο κρατήρα
- ↪ το έδαφος της Σελήνης είναι γεμάτο κρατήρες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ κρατήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
- Κεραμική (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)