συγκλίνων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκλίνων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα συγκλίνω
Επίθετο[επεξεργασία]
συγκλίνων αρσενικό, συγκλίνουσα θηλυκό, συγκλίνον ουδέτερο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγκλίνων