συγκλίνων
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συγκλίνων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα συγκλίνω
Επίθετο
[επεξεργασία]συγκλίνων αρσενικό, συγκλίνουσα θηλυκό, συγκλίνον ουδέτερο
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συγκλίνων