συζευγνύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συζευγνύομαι < παθητική φωνή του ρήματος συζευγνύω

Ρήμα[επεξεργασία]

συζευγνύομαι

  1. (κυριολεκτικά) συνδέομαι από δυο πράγματα
  2. (μεταφορικά) παντρεύομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]