συναρπαστικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συναρπαστικά < συναρπαστικός

Επίρρημα[επεξεργασία]

συναρπαστικά

  • με συναρπαστικό τρόπο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

συναρπαστικά