συνεχόμενα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνεχόμενα < συνεχόμενος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
συνεχόμενα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνεχόμενα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
συνεχόμενα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του συνεχόμενος