συνταιριασμένων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
συνταιριασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του συνταιριασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του συνταιριασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του συνταιριασμένος