σφαιρική άτρακτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
σφαιρική άτρακτος θηλυκό
- τμήμα της επιφάνειας μιας σφαίρας που περιλαμβάνεται μεταξύ δύο ημικυκλίων που έχουν κοινή διάμετρο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σφαιρική άτρακτος