σφουγγαρισμένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σφουγγαρισμένα < σφουγγαρισμένος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
σφουγγαρισμένα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σφουγγαρισμένα
|
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
σφουγγαρισμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σφουγγαρισμένος