σφυρηλάτησις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σφυρηλάτησις < σφυρηλατῶ (< (ελληνιστική κοινή) σφυρηλατέω / σφυρηλατῶ), σφυρηλατη- + -σις < αρχαία ελληνική σφυρήλατος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σφυρηλάτησις θηλυκό
- συνώνυμο του σφυρηλασία: η σφυρηλάτηση
Πηγές[επεξεργασία]
- σφυρηλάτησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- σφυρηλάτησις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)