σχιζοφρενικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σχιζοφρενικά < σχιζοφρενικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]σχιζοφρενικά
- με σχιζοφρενικό τρόπο, με τον τρόπο σχιζοφρενούς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σχιζοφρενικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]σχιζοφρενικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σχιζοφρενικό