σωληνωτό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σωληνωτό < σωληνωτός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σωληνωτό αρσενικό
- είδος κλειδιού, συνήθως τύπου εξάγωνου άλλεν, το οποίο είναι μακρόστενο σαν σωλήνας και κενό στο εσωτερικό ώστε να περιβάλλει τη βίδα την οποία πρόκειται να βιδώσει ή ξεβιδώσει, ενώ συχνά περιέχει δύο τρύπες για να μπορεί να μπει άλλο μακρόστενο εργαλείο και να χρησιμοποιηθεί σαν μοχλός για το στρίψιμο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σωληνωτό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σωληνωτό