ταγκάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταγκάρω < αγγλική tag + -άρω

ταγκάρω (παθητική φωνή ταγκάρομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ταγκάρω τάγκαρα θα ταγκάρω να ταγκάρω ταγκάροντας
β' ενικ. ταγκάρεις τάγκαρες θα ταγκάρεις να ταγκάρεις τάγκαρε
γ' ενικ. ταγκάρει τάγκαρε θα ταγκάρει να ταγκάρει
α' πληθ. ταγκάρουμε ταγκάραμε θα ταγκάρουμε να ταγκάρουμε
β' πληθ. ταγκάρετε ταγκάρατε θα ταγκάρετε να ταγκάρετε ταγκάρετε
γ' πληθ. ταγκάρουν(ε) τάγκαραν
ταγκάραν(ε)
θα ταγκάρουν(ε) να ταγκάρουν(ε)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]