Μετάβαση στο περιεχόμενο

tag

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tag tags

tag (en)

  1. η ετικέτα
  2. (μη μετρήσιμο, παιχνίδι) το κυνηγητό, το παιχνίδι
      Are we playing tag?
    Παίζουμε κυνηγητό;
  3. (πληροφορική, HTML) ετικέτα, σε γλώσσα σήμανσης
    δείτε επίσης: HTML element στην αγγλική Βικιπαίδεια
  4. (προγραμματισμός) η επισημείωση σε μεταβλητές
ενεστώτας tag
γ΄ ενικό ενεστώτα tags
αόριστος tagged
παθητική μετοχή tagged
ενεργητική μετοχή tagging

tag (en)

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]