ταράσσομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ταράσσομαι
- (λόγιο) παθητική φωνή του ρήματος ταράσσω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ταράσσομαι | ταρασσόμουν(α) | θα ταράσσομαι | να ταράσσομαι | ταρασσόμενος | |
β' ενικ. | ταράσσεσαι | ταρασσόσουν(α) | θα ταράσσεσαι | να ταράσσεσαι | (ταράσσου) | |
γ' ενικ. | ταράσσεται | ταρασσόταν(ε) | θα ταράσσεται | να ταράσσεται | ||
α' πληθ. | ταρασσόμαστε | ταρασσόμαστε ταρασσόμασταν |
θα ταρασσόμαστε | να ταρασσόμαστε | ||
β' πληθ. | ταράσσεστε | ταρασσόσαστε ταρασσόσασταν |
θα ταράσσεστε | να ταράσσεστε | (ταράσσεστε) | |
γ' πληθ. | ταράσσονται | ταράσσονταν ταρασσόντουσαν |
θα ταράσσονται | να ταράσσονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ταράχτηκα | θα ταραχτώ | να ταραχτώ | ταραχτεί | ||
β' ενικ. | ταράχτηκες | θα ταραχτείς | να ταραχτείς | ταράξου | ||
γ' ενικ. | ταράχτηκε | θα ταραχτεί | να ταραχτεί | |||
α' πληθ. | ταραχτήκαμε | θα ταραχτούμε | να ταραχτούμε | |||
β' πληθ. | ταραχτήκατε | θα ταραχτείτε | να ταραχτείτε | ταραχτείτε | ||
γ' πληθ. | ταράχτηκαν ταραχτήκαν(ε) |
θα ταραχτούν(ε) | να ταραχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ταραχτεί | είχα ταραχτεί | θα έχω ταραχτεί | να έχω ταραχτεί | ταραγμένος | |
β' ενικ. | έχεις ταραχτεί | είχες ταραχτεί | θα έχεις ταραχτεί | να έχεις ταραχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει ταραχτεί | είχε ταραχτεί | θα έχει ταραχτεί | να έχει ταραχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ταραχτεί | είχαμε ταραχτεί | θα έχουμε ταραχτεί | να έχουμε ταραχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε ταραχτεί | είχατε ταραχτεί | θα έχετε ταραχτεί | να έχετε ταραχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ταραχτεί | είχαν ταραχτεί | θα έχουν ταραχτεί | να έχουν ταραχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ταραγμένος - είμαστε, είστε, είναι ταραγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ταραγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ταραγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ταραγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ταραγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ταραγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ταραγμένοι |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταράσσομαι
|