ταράσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταράσσω < αρχαία ελληνική ταράσσω

Ρήμα[επεξεργασία]

ταράσσω (παθητική φωνή: ταράσσομαι)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]