τειχίσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
τειχίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τειχίζω
- θα τειχίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τειχίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
τειχίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τείχιση