τετελεσμένο γεγονός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τετελεσμένο γεγονός < → δείτε τις λέξεις τετελεσμένος και γεγονός
Προφορά[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
τετελεσμένο γεγονός ουδέτερο
- γεγονός που έχει γίνει και δεν μπορεί να αναστραφεί
- ↪ Πρέπει να το αποδεχτούμε ως τετελεσμένο γεγονός.
- → δείτε και τους όρους οριστικός, τελεσίδικος και fait accompli
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετελεσμένο γεγονός