τιμωρούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τιμωρούμαι < παθητική φωνή του ρήματος τιμωρώ

τιμωρούμαι

  • παθαίνω κάτι κακό από κάποιον άλλον ως συνέπεια των σφαλμάτων μου

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]