τιμωρούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τιμωρούμαι < παθητική φωνή του ρήματος τιμωρώ
Ρήμα
[επεξεργασία]τιμωρούμαι
- παθαίνω κάτι κακό από κάποιον άλλον ως συνέπεια των σφαλμάτων μου
Σύνθετα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τιμωρούμαι | τιμωρούμουν | θα τιμωρούμαι | να τιμωρούμαι | ||
β' ενικ. | τιμωρείσαι | τιμωρούσουν | θα τιμωρείσαι | να τιμωρείσαι | ||
γ' ενικ. | τιμωρείται | τιμωρούνταν | θα τιμωρείται | να τιμωρείται | ||
α' πληθ. | τιμωρούμαστε | τιμωρούμασταν τιμωρούμαστε |
θα τιμωρούμαστε | να τιμωρούμαστε | ||
β' πληθ. | τιμωρείστε | τιμωρούσασταν τιμωρούσαστε |
θα τιμωρείστε | να τιμωρείστε | τιμωρείστε | |
γ' πληθ. | τιμωρούνται | τιμωρούνταν | θα τιμωρούνται | να τιμωρούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τιμωρήθηκα | θα τιμωρηθώ | να τιμωρηθώ | τιμωρηθεί | ||
β' ενικ. | τιμωρήθηκες | θα τιμωρηθείς | να τιμωρηθείς | τιμωρήσου | ||
γ' ενικ. | τιμωρήθηκε | θα τιμωρηθεί | να τιμωρηθεί | |||
α' πληθ. | τιμωρηθήκαμε | θα τιμωρηθούμε | να τιμωρηθούμε | |||
β' πληθ. | τιμωρηθήκατε | θα τιμωρηθείτε | να τιμωρηθείτε | τιμωρηθείτε | ||
γ' πληθ. | τιμωρήθηκαν τιμωρηθήκαν(ε) |
θα τιμωρηθούν(ε) | να τιμωρηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω τιμωρηθεί | είχα τιμωρηθεί | θα έχω τιμωρηθεί | να έχω τιμωρηθεί | τιμωρημένος | |
β' ενικ. | έχεις τιμωρηθεί | είχες τιμωρηθεί | θα έχεις τιμωρηθεί | να έχεις τιμωρηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει τιμωρηθεί | είχε τιμωρηθεί | θα έχει τιμωρηθεί | να έχει τιμωρηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε τιμωρηθεί | είχαμε τιμωρηθεί | θα έχουμε τιμωρηθεί | να έχουμε τιμωρηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε τιμωρηθεί | είχατε τιμωρηθεί | θα έχετε τιμωρηθεί | να έχετε τιμωρηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν τιμωρηθεί | είχαν τιμωρηθεί | θα έχουν τιμωρηθεί | να έχουν τιμωρηθεί |