τοίτατσε μ' με ένα ψιλέ, να τ' τοιτάτσ' με το ντύο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τσακωνικά (tsd)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τοίτατσε μ' με ένα ψιλέ, να τ' τοιτάτσ' με το ντύο < λείπει η ετυμολογία

Έκφραση[επεξεργασία]

τοίτατσε μ' με ένα ψιλέ, να τ' τοιτάτσ' με το ντύο

Πηγές[επεξεργασία]