τοίτατσε μ' με ένα ψιλέ, να τ' τοιτάτσ' με το ντύο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τσακωνικά (tsd)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τοίτατσε μ' με ένα ψιλέ, να τ' τοιτάτσ' με το ντύο < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση[επεξεργασία]
τοίτατσε μ' με ένα ψιλέ, να τ' τοιτάτσ' με το ντύο
- (μεταφορικά) κοίταξέ με με ένα μάτι, να σε κοιτάξω με τα δύο, αν με προσέξεις θα σου το ανταποδώσω σε μεγαλύτερο βαθμό
Πηγές[επεξεργασία]
- κοιτάζω - σελ.86.jpg, τόμ.2 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 2ος@academyofathens