τουλουπκιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τουλουπκιάζω < τουλούπκ(ια) (πληθυντικός αριθμός του τουλούππιν) + -ιάζω
Ρήμα[επεξεργασία]
τουλουπκιάζω
- (κυπριακά) συνώνυμο του τουλουππίζω
Πηγές[επεξεργασία]
- τουλουπκιάζω, Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου, polignosi.com· πρόσβαση: 2023-09-13.