τουλουππίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τουλουππίζω < τουλούππ(ιν) + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

τουλουππίζω (κυπριακά)

  1. φασκιώνω (βρέφος, μωρό)
  2. τυλίγω κάτι ολόγυρα με λεπτό ύφασμα
  3. (μεταφορικά) πιάνω κάτι ορμητικά

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • τουλουππίζω, Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου, polignosi.com· πρόσβαση: 2023-09-13.