Μετάβαση στο περιεχόμενο

τουλούππα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τουλούππα οι τουλούππες
      γενική της τουλούππας των τουλουππών
    αιτιατική την τουλούππα τις τουλούππες
     κλητική τουλούππα τουλούππες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τουλούππα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τολύπη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τουλούππα θηλυκό

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
τουλούππα < κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

τουλούππα αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Παρώνυμα

[επεξεργασία]