τουλούππιν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τουλούππιν < → δείτε τη λέξη τουλούππα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τουλούππιν κυπριακά, ουδέτερο (πληθυντικός: τουλούπκια)

  1. φασκιές, σπάργανα
     συνώνυμα: τουλουππίστρα
  2. το άσπρισμα των τριχών με το πέρασμα του χρόνου

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μάριος Κυριαζής, Κυπριακές ιατρικές λέξεις, επιμέλεια: Γιώργος Β. Γεωργίου (Λευκωσία: Εκδόσεις Επιφανίου, ²2017, ISBN 9789963271337).
  • Κυριάκος Χατζηιωάννου, Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου. Ιστορία, ερμηνεία και φωνητική των λέξεων με τοπωνυμικό παράρτημα (Λευκωσία: Εκδόσεις Επιφανίου, ³2010, ISBN 9789963685608).
  • τουλούππιν, Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου, polignosi.com· πρόσβαση: 2023-09-13.