τούλουππος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τούλουππος < → δείτε τις λέξεις τουλούππα και τουλούππιν

Επίθετο[επεξεργασία]

τούλουππος, -η, ο (κυπριακά)

  1. ο ασπρομάλλης
  2. που είναι σαν το βαμβάκι, μαλακός στην υφή και λευκός στο χρώμα

Πηγές[επεξεργασία]

  • τούλουππος, Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου, polignosi.com· πρόσβαση: 2023-09-13.