τουρκεμένο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]τουρκεμένο
- αιτιατική ενικού του τουρκεμένος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τουρκεμένος