το παίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
το παίζω
- (προφορικό) προσποιούμαι, υποκρίνομαι
- ※ Οι σειρήνες ουρλιάζουν, αλλά οι οδηγοί το παίζουν κουφοί. (Πέτρος Μάρκαρης (2020) Ο φόνος είναι χρήμα [μυθιστόρημα])
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
το παίζω
|