τρικυμισμένου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
τρικυμισμένου
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του τρικυμισμένος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του τρικυμισμένος