τριχοτομέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- τριχοτομέω < θρίξ, τριχ- + -ο- + ... (τέμνω) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
[επεξεργασία]τριχοτομέω / τριχοτομῶ
- (ελληνιστική κοινή) κουρεύω, κόβω τα μαλλιά
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- τριχοτομέω < τριχόθεν + τέμνω) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
[επεξεργασία]τριχοτομέω / τριχοτομῶ
Πηγές
[επεξεργασία]- τριχοτομέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.