τρύζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τρίζω

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρύζω: (ηχομιμητική λέξη)

Ρήμα[επεξεργασία]

τρύζω

  1. ψιθυρίζω
  2. βγάζω ήρεμος και θρηνητικό ήχο (όπως το τρυγόνι και άλλα πουλιά)
  3. τερετίζω (για τζιτζίκια)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]