τυχαίως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυχαίως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τυχαίος < τυχαῖ(ος) + -ως

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tiˈçe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τυ‐χαί‐ως
ομόηχο: τυχαίος

Επίρρημα[επεξεργασία]

τυχαίως

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυχαίως < τυχαῖ(ος) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

τυχαίως (ελληνιστική κοινή)

Πηγές[επεξεργασία]