τυχαία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τυχαία < τυχαίος
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
τυχαία
- κατά τυχαίο τρόπο, στην τύχη
- διαλέξαμε τυχαία έναν από αυτούς που ήρθαν στη συνέντευξη
- χωρίς να το περιμένω, κατά τύχη, αναπάντεχα
- συνάντησα τυχαία το Γιάννη στο δρόμο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στην τύχη
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
τυχαία
- θηλυκό του τυχαίος, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού
- ουδέτερο του τυχαίος, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού