by chance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
by chance < → δείτε τις λέξεις by και chance

Έκφραση

[επεξεργασία]

by chance (en) (ιδιωματισμός)

  1. τυχόν, τυχαία, κατά τύχη, συμπτωματικά και αναπάντεχα
    ⮡  He hid it so that they didn’t find it by chance.
    Το έκρυψε, μην τυχόν και το βρουν.
    ⮡  Many important discoveries happened by chance.
    Πολλές σπουδαίες εφευρέσεις έγιναν τυχαία.
    ⮡  By chance, I have her letter with me.
    Κατά τύχη έχω μαζί μου το γράμμα της.
  2. τυχόν, πιθανόν, ίσως, ενδεχομένως
    ⮡  If you by chance see him, give it to him.
    Αν τυχόν τον βρεις, να του το δώσεις.
    ⮡  By chance, do you know his new address?
    Μήπως τυχόν ξέρετε την καινούρια του διεύθυνση;
     συνώνυμα: by any chance