by chance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]by chance (en) (ιδιωματισμός)
- τυχόν, τυχαία, κατά τύχη, συμπτωματικά και αναπάντεχα
- ⮡ He hid it so that they didn’t find it by chance.
- Το έκρυψε, μην τυχόν και το βρουν.
- ⮡ Many important discoveries happened by chance.
- Πολλές σπουδαίες εφευρέσεις έγιναν τυχαία.
- ⮡ By chance, I have her letter with me.
- Κατά τύχη έχω μαζί μου το γράμμα της.
- ⮡ He hid it so that they didn’t find it by chance.
- τυχόν, πιθανόν, ίσως, ενδεχομένως
- ⮡ If you by chance see him, give it to him.
- Αν τυχόν τον βρεις, να του το δώσεις.
- ⮡ By chance, do you know his new address?
- Μήπως τυχόν ξέρετε την καινούρια του διεύθυνση;
- ≈ συνώνυμα: by any chance
- ⮡ If you by chance see him, give it to him.