chance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- chance < (κληρονομημένο) μέση αγγλική chance, cheance, chaunce, cheaunce < παλαιά γαλλική chance < λατινική cadentia < cado
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chance (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
chance (en)
Σύνθετα[επεξεργασία]
- Buckley' s chance
- by chance
- chance' d be a fine thing
- chance fracture
- chance-medley
- chancer
- chances are
- chancy
- Chinaman' s chance
- dog' s chance
- even chance
- fair chance
- fat chance
- fighting chance
- first-chance exception
- game of chance
- half a chance
- happy chance
- in with a chance
- jump at the chance
- last chance
- last chance saloon
- main chance
- mum chance
- not a chance
- off chance
- off-chance
- outside chance
- perchance
- slim chance
- smart chance
- snowball' s chance
- snowball' s chance in hell
- sporting chance
- stand a chance
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
chance | chances |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chance (fr) θηλυκό
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (βρετανικά αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)