τύχει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
τύχει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τυχαίνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τυχαίνω
- θα τύχει: γ' ενικό συνοπτικού μέλλοντα του ρήματος τυχαίνω