τύχει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈti.çi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τύ‐χει
ομόηχα: τοίχοι, τείχη, τύχη

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

τύχει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τυχαίνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τυχαίνω
  3. θα τύχει: γ' ενικό συνοπτικού μέλλοντα του ρήματος τυχαίνω