υπερθερμαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερθερμαίνω < ὑπερθερμαίνω (καθαρεύουσα) < ὑπέρ + θερμαίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

υπερθερμαίνω

  • θερμαίνω κάτι σε υψηλούς βαθμούς, σε θερμοκρασία υψηλότερη από όσο πρέπει

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]