υπερπέραν
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερπέραν < ὑπέρ + πέραν, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική l'au-delà (με άρθρο)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.peɾˈpe.ɾan/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐πέ‐ραν
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπερπέραν ουδέτερο μόνο ονομαστική και αιτιατική ενικού(ελλειπτικό ουσιαστικό)[1] ή άκλιτο[2]
- ο κόσμος που θεωρείται ότι υπάρχει μετά το τέλος της ζωής
- ≈ συνώνυμα: η μεταθανάτια ζωή
- (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε θεωρείται ότι βρίσκεται πέρα από τον κόσμο που γνωρίζουμε, πέρα από το σύμπαν
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- παλιότερη γραφή: ὑπερπέραν
- Σε παλιότερα λεξικά, και επίρρημα.[3]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ υπερπέραν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ υπερπέραν - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ ὑπερπέραν σελ.7430 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Κατηγορίες:
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ελλειπτικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)