υπερφορτίσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
υπερφορτίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερφορτίζω
- θα υπερφορτίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερφορτίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
υπερφορτίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπερφόρτιση