υπομοχλεύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]υπομοχλεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπομοχλεύω
- θα υπομοχλεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπομοχλεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]υπομοχλεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπομόχλευση