υποσκιάσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

υποσκιάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποσκιάζω
  2. θα υποσκιάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποσκιάζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

υποσκιάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υποσκίαση