υψηλότατων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
υψηλότατων θηλυκό
- γενική πληθυντικού, αρσενικού, θηλυκού ή ουδέτερου γένους του υψηλότατος
υψηλότατων θηλυκό