φαερόπ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
φαερόπ (τροπικό επίρρημα)
- (προφορικό, μάλλον παρωχημένο) με φόρα, με δύναμη, αλλεπάλληλα, ολοταχώς· ενθαρρυντικό για εκκίνηση πράξης, ενέργειας
- ※ δος του φαερόπ!
- Ηλίας Πετρόπουλος, Παροιμίες του υποκόσμου [2002] (Αθήνα: Νεφέλη, 2019, ISBN 960-211-657-9), σ. 15.
- ※ δος του φαερόπ!
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Η προέλευσή του φαίνεται να είναι από τα Επτάνησα.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαερόπ
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.