φαλαγγομαχέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαλαγγομαχέω < φάλαγξ και θέμα -μαχ- (του μάχομαι) και jω

Ρήμα[επεξεργασία]

φαλαγγομαχέω-φαλαγγομαχῶ

  1. μάχομαι μέσα σε φάλαγγα, μάχομαι ως οπλίτης του αρχαίου ελληνικού στρατού
  2. (κατ’ επέκταση) μάχομαι μαζί με άλλους