φαντάξεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
φαντάξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φαντάζω
- θα φαντάξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φαντάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
φαντάξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φάνταξη