φαντάξεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

φαντάξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φαντάζω
  2. θα φαντάξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φαντάζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

φαντάξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φάνταξη